- σκηπτροφορεῖν
- σκηπτροφορέωrule overpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκηπτροφορώ — και σκηπτοφορῶ, έω, Α [σκηπτροφόρος] 1. φέρω σκήπτρο, κρατώ σκήπτρο 2. βασιλεύω («σκηπτροφορεῑν γῆς», Μελέαγρ.) … Dictionary of Greek